Περί ομάδας και κατεστημένου



Σάββας Πατσαλίδης
Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Φίλοι και φίλες
Καταρχάς να ευχηθώ σε όλους και όλες μια χρονιά καλοτάξιδη με όσο γίνεται λιγότερες φουρτούνες.
Δυστυχώς αδυνατώ να σας μεταφέρω αυτή τη στιγμή τις σκέψεις μου διά ζώσης, γι’ αυτό με χαρά αποδέχτηκα την ευγενική πρόταση/πρόσκληση των οργανωτών της «Κίνησης Μαβίλη» να στείλω το σημείωμά μου ηλεκτρονικά, ώστε να διαβαστεί in absentia.
Ό,τι ακολουθεί, λοιπόν, είναι ένα σύντομο σκαρίφημα κάποιων σκέψεων, ατάκτως εριμμένων, που αφορούν την έννοια της ομάδας και των πιθανών σχέσεών της με το οικονομικό και πολιτικό κατεστημένο.

Εάν κοιτάξει κανείς το παγκόσμιο θέατρο των τελευταίων ετών, θα διαπιστώσει ότι η πιο μοδάτη λέξη είναι η «ομάδα» (ensemble). Είναι παντού. Στα σαλόνια και στα αλώνια, στα υπόγεια και στα ανώγεια. Εξαγγελίες από δω μανιφέστα απο κει, δηλώσεις οργισμένες, ανάλαφρες, βαρύγδουπες, μεσσιανικές. Αφήξεις και αναχωρήσεις, πτήσεις και καταδύσεις. Για κάθε γούστο υπάρχει και κάτι.
Σε κάθε περίπτωση, στο μυαλό των περισσοτέρων, η λέξη «ομάδα» παραπέμπει σε συλλογική δημιουργία, δηλαδή σε μια μέθοδο παραγωγής, όπου ένας αριθμός ατόμων συνεργάζεται σε όλες τις φάσεις ολοκλήρωσης ενός πρότζεκτ, που συχνά εμπεριέχει και τη διαδικασία της συγγραφής.
Οι σύγχρονες ιστορίες θεάτρου στέκονται ειδικότερα στη δεκαετία του 60, τότε που η ομάδα λειτουργούσε ως έκφραση του αντιεξουσιαστικού πνεύματος  των νέων και της κατάργησης κάθε μορφή ιεραρχίας. Χωρίς τούτο να σημαίνει ότι υπήρχε ένα κοινό μοντέλο για όλα αυτά τα συλλογικά εγχειρήματα. Υπήρχαν ομάδες όπου ναι μεν είχαν λόγο και τα μέλη, ωστόσο τις τελικές αποφάσεις τις έπαιρναν συγκεκριμένα άτομα (όπως στο αμερικανικό αναρχικό σχήμα Living Theatre, όπου το ζεύγος Μπεκ και Μαλίνα είχε τον ουσιαστικό έλεγχο). Σε άλλες περιπτώσεις, οι αποφάσεις από την αρχή έως το τέλος ήταν συλλογικές.  Σε κάποιες άλλες ομάδες (όπως το San Francisco Mime Troupe) υπήρχε μια, ας την ονομάσουμε, «ισοπεδωτική δημοκρατία».  Σε άλλες περιπτώσεις, τα μέλη μιας ομάδας δούλευαν χωριστά και μετά συναντιόντουσαν και ένωναν τα ατομικά τους πρότζεκτ σε ένα ενιαίο πρότζεκτ. Κ.λπ.κ.λπ.
Στην πορεία, η στροφή της δυτικής κοινωνίας σε πιο συντηρητικές ατραπούς (από τους χίπις στους γιάπις)  θα οδηγήσει σε ριζικές αλλαγές στη φιλοσοφία και τη λειτουργία της έννοιας «ομάδα». Σιγά σιγά βλέπουμε να επανέρχεται η ιεραρχία και ο πραγματισμός. ΟΙ νέοι επιστρέφουν στα σχολειά τους, στην οικογένεια, στην καριέρα τους και στους τραπεζικούς τους λογαριασμούς. Και βεβαίως, το θέατρο επιστρέφει στις οργανωμένες σκηνές του και στον μεσοαστισμό του..
Στην Ελλάδα δεν βιώσαμε τις αναταραχές των 60s, οπότε δεν είχαμε ανάλογα φαινόμενα. Ομάδες μπορεί να είχαμε και να έχουμε πολλές, όχι όμως  με αυστηρώς συλλογική συγκρότηση. Για παράδειγμα, αναφερόμαστε στο θέατρο Άττις και στην ουσία μιλούμε για την καταλυτική κυριαρχία ενός χαρισματικού ηγέτη-auteur, του Τερζόπουλου. Μιλούμε για το Theseum Ensemble (προσέξτε: η λέξη ensemble εμπεριέχεται στον ίδιο τον τίτλο), και στην ουσία πρόκειται για ένα one man show, ενός ακόμη χαρισματικού ηγέτη-auteur, του Μιχαήλ Μαρμαρινού Να σας πω και για ένα συμπολίτη μου, τον Γιάννη Παρασκευόπουλο, ο οποίος ηγήθηκε της πλέον πρωτοποριακής ομάδας που ανέδειξε ποτέ η θεατρική Θεσσαλονίκη (και μιας εκ των σημαντικοτέρων πανελληνίως), μιλάω για τις «Νέες Μορφές», που δεν ήταν τίποτε άλλο από ένα, και πάλι, one man show. Τα παράτησε αυτός, κατέρρευσαν όλα.
Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε εδώ δεκάδες άλλες ομάδες που δραστηριοποιούνται αυτή τη στιγμή στο ελληνικό θέατρο, που αν κρίνω από τη σύστασή τους, μπορεί να αρχίζουν επάνω σε μια βάση κάπως συλλογική και με εστιασμένους τους αισθητικούς προσανατολισμούς, στην πορεία όμως οι δεσμοί και οι «θέσεις» χαλαρώνουν και καταλήγουν κι αυτές να λειτουργούν κάτω από έναν ηγέτη/αρχηγό. Για παράδειγμα, ο «Χώρος», έχει μεν σταθερούς συνεργάτες, όμως ο Σίμος Κακάλας είναι εκείνος που εμφανίζεται ως ο ιθύνων νους (και υποθέτω πως πρέπει να είναι). Το ίδιο αισθάνομαι πως συμβαίνει και στην περίπτωση ομάδων όπως: Vasistas, Sforaris, Κανιγκούντα, Θέατρο Σημείο Μηδέν, Όχι παίζουμε. Διαφοροποιώ κάπως τους Blitz οι οποίοι, εδώ και κάποια χρόνια (έχει σημασία η διάρκεια) εμφανίζουν προς τα έξω μια πιο συγκροτημένη συλλογική φυσιογνωμία που λειτουργεί περίπου με τον ίδιο τρόπο.
Και κάτι άλλο, που αφορά τρέχουσες καταστάσεις. Πιο παλιά η έννοια της συλλογικότητας περιορίζονταν εντός της ομάδας (σκηνοθέτης, ηθοποιοί, χορογράφος, συγγραφέας, μουσικός). Τώρα, έχει επεκταθεί, για να συμπεριλάβει σχεδιαστές, video artists, installations (βλ.περιπτώσεις Bob Wilson και Richard Forman). Είναι προφανές πως όσο θα ενισχύεται η τεχνολογία, η έννοια της ομάδας θα αλλάζει εστιακό κέντρο και ενδεχομένως ιδεολογικούς προσανατολισμούς. Δεν είναι λίγες οι intermedial performances που δεν πολυνοιάζονται για το «ζωντανό θέαμα», αλλά πρωτίστως για τους αφηγηματικούς χώρους που οι ίδιες δημιουργούν.
Άλλωστε η γενιά αυτή (και εδώ αναφέρομαι προφανώς και σε πολλά μέλη της Κίνησης Μαβίλη) έχει μεγαλώσει με την τεχνολογία και είναι λογικό να την χρησιμοποιεί. Είναι μια γενιά, στο μυαλό της οποίας τα μεγάλα γεγονότα της ιστορίας που χάραξαν τον 20ό αιώνα (παγκόσμιοι πόλεμοι, ατομική βόμβα, δικτατορίες, εμφύλιοι, πείνα) είναι χαμένα στην ομίχλη του μύθου και του μυστηρίου. Είναι μια γενιά όπου η ιστορία και η μυθιστορία είναι ένα κουβάρι, όπως είναι το πραγματικό και το φανταστικό.
Η γενιά για την οποία συζητούμε (και για την οποία συγκεντρωθήκαμε εδώ) δεν καλείται μόνο να καταλάβει τι έχει παραλάβει, αλλά και τι θα παραδώσει από δω και πέρα. Τώρα έχει την ευθύνη να φτιάξει τον δικό της κόσμο. Μέσα από τα συντρίμια, τις υποσχέσεις και τα ανεπίδοτα του χθες, είναι η σειρά της να χαράξει  νέες μεθορίους, να ανακαλύψει νέες γεωγραφίες και να θέσει νέα ζητήματα. Παρακολουθώντας αυτές ομάδες, βλέπει κανείς ότι πολλές είναι μπερδεμένες, όπως μπερδεμένη είναι και η ίδια η χώρα, μια χώρα που προσπαθεί ακόμη να ανακαλύψει τον εαυτό της και τα συστατικά της.
Το πιο ενδιαφέρον που παρατηρεί κανείς στην εξέλιξη όλων αυτών των σύγχρονων ομάδων (και δεν αναφέρομαι μόνο στις δικές μας, μιας και ανάλογα φαινόμενα βλέπει κανείς σε όλες σχεδόν τις δυτικές χώρες) είναι ότι, σε αντίθεση με την ιστορική πρωτοπορία που λειτουργούσε σε ανταγωνιστική σχέση με το mainstream, η σημερινή λειτουργεί σε αγαστή σχέση με την παγκόσμια πρωτοπορία του κατεστημένου.
Σήμερα οι θιασώτες της όποιας πρωτοπορίας δεν έχουν κανένα απολύτως πρόβλημα να κλείνουν, όπου και όπως μπορούν, δελεαστικά συμβόλαια με εταιρείες, να εμφανίζονται στην τηλεόραση, ακόμη και στα προγράμματα φαιδρών πρωινατζούδων και απογευματινατζούδων (που υποτίθεται είναι το ανάθεμα της καλής καλλιτεχνίας), να δίνουν συνεντεύξεις σε φυλλάδες της συμφοράς, και γενικά να καταφεύγουν σε όλα τα γνωστά μέσα και πονηρά τρικ του σύγχρονου μάρκετινγκ, εκείνα ακριβώς που καταφεύγουν και τα πλέον συντηρητικά και εμπορικά σχήματα.
Θα μου πείτε, ενδεχομένως, πως με αυτά που λέω ωραιοποιώ το χτες και καταδικάζω το σήμερα. Κάθε άλλο. Πιστεύω πως και οι πιο παλιοί αβανγκαρντιστές ονειρεύονταν ή ομολογούσαν (κατ΄ ιδίαν) σε φίλους την κρυφή επιθυμία τους να υπογράψουν παχυλά συμβόλαια ή να εμφανιστούν σε πολυτελή θέατρα. Η διαφορά είναι  ότι οι σημερινοί δεν ονειρεύονται απλώς, αλλά έχουν απενοχοποιήσει τη συμμετοχή τους στην κουλτούρα mainstream. Επιζητούν την προβολή και τα μεγάλα φεστιβάλ ή τους ευκατάστατους χορηγούς, ακόμη κι αν είναι αμφιβόλου ηθικής στάθμης. Όπως είπα, η σχέση τους με το κατεστημένο δεν είναι ανταγωνιστική. Εν γνώση τους λειτουργούν, πολλές φορές, σαν ένα είδος δοκιμαστικού σωλήνα της κατεστημένης κουλτούρας, κάτι σαν εργοτάξιο δοκιμής νέων ιδεών που αμέσως μετά τις υφαρπάζει το ίδιο το σύστημα και τις ιδιοποιείται. Είναι κι αυτό μέρος του παιχνιδιού δούναι και λαβείν. Να σας θυμίσω πού βλέπουμε και με τι εισιτήριο την παγκόσμια αβανγκάρντ (Φαμπρ, Γουίλσον, Μπρουκ κ.λπ). Καθόμαστε σε βελούδινα καθίσματα με αντίτιμο 60 και 70 ευρώ. Τώρα, τι σόι πρωτοπορία είναι αυτή και ποιοι την πληρώνουν (και γιατί: έχει σημασία αυτό), είναι θέμα που σηκώνει πολλή συζήτηση. Και βεβαίως αφορά και τη σημερινή συνάντηση.
Εν τάχει θέλω να σταθώ στην πολύ ενδιαφέρουσα και ιδεολογικά πολυσημαίνουσα κίνηση της διεύθυνσης του Εθνικού Θεάτρου να φιλοξενήσει πέρυσι πέντε ομάδες, από αυτές που θα λέγαμε ότι ανήκουν στην ελληνική πρωτοπορία ή εναλλακτική σκηνή ή στη μη-κερδοσκοπική σκηνή (πέστε την όπως θέλετε). Δεν υποστηρίζω ότι ασκήθηκε οποιαδήποτε λογοκρισία. Κ¨αθε άλλο. Το θέμα μ΄ ενδιαφέρει σε ένα επίπεδο εντελώς συμβολικό: το πώς το ίδιο το σύστημα αγκαλιάζει τον «άλλο» λόγο. Είναι αυτό ακριβώς που είχε πει κάποτε ο Νίτσε: κάθε σύστημα που σέβεται τον εαυτό του και επιθυμεί την επιβίωσή του, οφείλει να καλλιεργεί/συντηρεί στους κόλπους του και την αίρεση. Η αίρεση λειτουργεί όπως τα αντι-σώματα. Δημιουργεί ένα προστατευτικό κέλυφος γύρω από το ίδιο το σύστημα.
Σε μια εποχή, λοιπόν, ραγδαίων εξελίξεων η «υιοθέτηση» για ένα χρόνο της πρωτοπορίας από τον χώρο του κατεστημένου (γιατί δεν μπορώ να φανταστώ κανένα εθνικό θέατρο—και εννοώ παγκοσμίως-- που ζει εξ ολοκλήρου από τον δημόσιο κορβανά ότι δεν είναι, λιγότερο ή περισσότερο, ενταγμένο στις τάξεις του κατεστημένου, δεν είναι δηλαδή μέρος του συστήματος) ήταν μια έξυπνη κίνηση τακτικής. Που βέβαια, με τα σημερινά άθλια οικονομικά δεδομένα της χώρας, δεν ξέρω σε ποιο βαθμό μπορεί να επαναληφθεί. Η εκτίμησή μου (κι όλων φαντάζομαι εδώ) λέει ότι, όσο θα βαθαίνει η κρίση και όσο θα κυριαρχούν τα αξιώματα του νεοφιλελευθερισμού, θα αποψιλώνεται και η κρατική στήριξη (ήδη είναι γεγονός σε πολλές χώρες), και άρα θα μεγαλώνει και η εξάρτηση των ομάδων από τους νόμους της ελεύθερης αγοράς (κάτι που γνωρίζουν πολύ καλά οι Αμερικανοί συνάδελφοι). Η κυκλωτική λειτουργία του τεχνοπολιτισμού και του οικονομικού κατεστημένου, θα ακυρώνουν σιγά σιγά τις θέσεις εκτός συστήματος που θα μπορούσαν να προκαλέσουν επικίνδυνες δονήσεις. Η παγκοσμιοποίηση πουλά πολυπολιτισμό και κουλτούρα πάντοτε μέσα από την οικονομία. Και όλες οι οικονομίες είναι από τη φύση τους συντηρητικές. Τα θέλουν όλα εντός και ελέγξιμα.
Γι’ αυτό τέτοιες κινήσεις, όπως η σημερινή, είναι αναγκαίες, γιατί όσο δεν αμφισβητούνται ή, έστω, δεν ελέγχονται ή δεν συζητιούνται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, οι θεσμοί και οι τακτικές του τεχνοπολιτισμού και της νέας οικονομίας, το θέατρο ή τα θέατρα, αν προτιμάτε, κινδυνεύουν να παραμείνουν δέσμια του βλέμματος και των ορέξεων μιας διαγραφόμενης οικονομικής ελίτ, πηγαίνοντας πέρα δώθε επάνω στο χαλί που τους στρώνουν οι ατζέντηδες ή οι ευκαιριακοί πάτρονές τους. Και αυτό το σημείο πρέπει να το προσέξουν όλοι εκείνοι που πιστεύουν σε μια όντως διαφορετική και βιώσιμη θεατρική φιλοσοφία. Πρέπει να καταλάβουν ότι πρωτοπορία σήμερα είναι το ίδιο το σύστημα που πληρώνει την πρωτοπορία ώστε να ανανεώνεται το ίδιο.
Το θέμα που πρέπει να λύσουν όσοι και όσες δηλώνουν θιασώτες εναλλακτικών κινήσεων ή διαφορετικών κινήσεων, όπως η Κίνηση Μαβίλη, είναι τι σχέσεις θέλουν (ή μπορούν) να έχουν με το νέο κοινωνικό και πολιτικό σύστημα που βρίσκεται ήδη στα σκαριά (και μιλώ πιο πολύ για μας εδώ, αλλά, κατά πως δείχνουν τα πράγματα, για την Ευρώπη στο σύνολό της);
Πάντως, εκείνο που βλέπω και με ανησυχεί είναι ότι όλα συνωμοτούν (ή αν προτιμάτε, συνηγορούν) εναντίον του πραγματικά «επικίνδυνου»» θεάτρου. Και για να μεταφέρω κάτι που συχνά λέω για την πράξη της κριτικής: «Η κριτική είναι ελεύθερη όσο είναι κοινωνικά ασήμαντη». Κάπως έτσι καταλαβαίνω και το βαθιά «ενοχλητικό» και «επικίνδυνο» θέατρο: με τα σημερινά δεδομένα μπορεί να υπάρχει μόνο ως φαντασίωση.
Κάποτε ο Ντάριο Φο είχε πει ότι το να κάνεις θέατρο μέσα στις δομές της εξουσίας, ισοδυναμεί με το να την υπηρετείς και να αναπαύεις τη συνείδησή της, επιτρέποντάς τη να απολαμβάνει τον υποτιθέμενο φιλελευθερισμό της. Στα παλιά χρόνια, οι βασιλιάδες άφηναν τους τρελούς τους να λένε οτιδήποτε, να καταγγέλλουν τα δεινά της αυθαιρεσίας και της απόλυτης εξουσίας. Αν ύψωνε όμως τη φωνή κανένας «επικίνδυνος» χωριάτης, τον ξεπάστρευαν, όπως  παθαίνει ο πρωταγωνιστής του στο έργο του «Ισαβέλλα, τρεις καραβέλλες και ένας παραμυθάς».

Τελικά, μήπως έχουν δίκιο αυτοί που λένε ότι το να μην είσαι αβανγκάρντ είναι η τελευταία μόδα της αβανγκάρντ; Οπότε, τι κουβεντιάζουμε; Μα για τη φαντασίωση ότι μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο παίζοντας με τις μάσκες.